Του Στάθη
Ενύπνιον 25ης Μαρτίου
Μεγάλη Γιορτή την Κυριακή
απ’ τον εσπερινό ήδη του Σαββάτου, βάζουν τα καλά τους τα ξωκλησάκια του Αιγαίου για να ανάψουν, στο λιόγερμα της παραμονής, το πρώτο κεράκι της γιορτής.
Μεγάλη Γιορτή η 25η Μαρτίου κάθε χρονιάς, μεθυσμένη απ’ το «αθάνατο κρασί του 21» - σιγά σιγά κι από νωρίς αθροίζονται οι άρχοντες του Ρωμαίικου στις πλατείες,
ανάρια - ανάρια καταφθάνουν στίχοι του Ομήρου απ’ τις παραλίες κι «άγγελοι με έντεκα σπαθιά» αρχίζουν το τελετουργικό, πρώτες να σταθούν μπροστά - μπροστά στο Κάθισμα των Ποιητών μας οι Μανάδες απ’ το Δίστομο
τα μικρά σκοτωμένα παιδιά απ’ τα Καλάβρυτα
και οι Κρήτες αητοί από την Κάνδανο.
Μεγάλη Γιορτή την Κυριακή και κατεβαίνουν οι θεοί απ’ τον Ολυμπο να κατοικήσουν τους ερειπιώνες τους στους Δελφούς και στο Ακρον Ταίναρο, να κατοικήσουν και την ψυχή του Κολοκοτρώνη - «ωρέ, Ελληνες» να φωνάζει ο Γέρος και να τρέχουν να χαϊδέψουν τη φουστανέλα του ο Ρωμιός έμπορος απ’ την Τεργέστη, ο Μυροβλύτης Εσφιγμένος απ’ τη Θεσσαλονίκη και οι ιστορίες της γιαγιάς για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά
αγκαλιά με τα γράμματα απ’ τη Φραγκιά, και του Ρήγα τους ντελικάτους στίχους.
Μεγάλη Γιορτή σήμερα και το Ρωμαίικο συρρέει στην Αγορά από παντού, στην Πύλη του Αδριανού ο Παληκαράς απ’ τον Πόντο που έβγαινε τις νύχτες, μαύρος αέρας, στα βουνά «βαστώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το Βαγγέλιο» παρέα
με τους Μαυροσκούφηδες του Αρη να παρασταίνουν στο Αγιο Λείψανο του Αθανασίου Διάκου πώς φίλησε ο Ιμπραήμ στο μάγουλο το λείψανο του Παπαφλέσσα,
του πιο μεγάλου ψευταρά παπά που άκουσαν ποτέ οι Γραικοί να μολογάει αρχαίες λέξεις για του φτωχού τ’ αρνί και το δίκιο του ξωμάχου.
Να παρασταίνουν οι Μαυροσκούφηδες, και να ανθίζει απ’ την αγαλλίασή του το σκήνωμα του Διάκου κι εύγε να
εύχεται ο πρωτομάρτυρας
στον κολίγο που έστελνε τα παιδιά του να μάθουν γράμματα να γίνουν «πρώτα στα γρόσια και τα άρματα» εύγε να
ψιθυρίζει ο σουβλισμένος στους πειρατές και καραβοκυραίους με τα πυρπολικά και την αποκοτιά των σαλών και των αλλοπαρμένων - όμως
Μεγάλη η Γιορτή
κι όσο πάει και μεγαλώνει το εορταστικό πλήθος, δύσκολα χωράνε στη Μέση Οδό 3.000 χρόνια ιστορίας, τόσες χιλιάδες τραγούδια, τόσα εκατομμύρια βίοι ανθρώπων και ονείρων.
Σαν σήμερα, 25η Μαρτίου 1821, ημερομηνία που δεν υπήρξε ποτέ αυτό που ευτυχώς αποφασίσαμε να είναι, αναστήθηκε ο παλουκωμένος Σκυλόσοφος κι άλλες δέκα χιλιάδες νεομάρτυρες απ’ την Καππαδοκία ως τη Θράκη,
και σαν σήμερα, ημερομηνία που έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω να ευλογήσει το Γένος ως Εθνική Επέτειο της Παλιγγενεσίας, ανοίγει το κελί της στο Μοναστήρι η Αννα Κομνηνή να τρατάρει κουαντρώ και Βόσπορο τις Σουλιώτισσες που χόρεψαν στο Ζάλογκο για
να γεννήσουν τον Γκάτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη, τις σελίδες που πάνω τους ο Καβάφης έγραψε τις ιστορίες των Πτολεμαίων και του Κλεομένη, του βασιλιά που πήγε καλιά του.
Σήμερα, κοντά μας στη Μεγάλη του Γένους Γιορτή γιορτάζουν και οι εκλεκτοί μας καλεσμένοι, οι Αντωνίνοι από τη Ρώμη με τις λευκές τους τόγιες, η Βιβλιοθήκη του Χρυσολωρά από τη Βενετία, ο Γεώργιος Ουάσιγκτων και ο Αλέξανδρος Πούσκιν, ο Λόρδος Μπάιρον και οι πολιορκηθέντες στο Στάλιγκραντ - όλοι όσοι μίλησαν λέξεις ελληνικές γιορτάζουν σήμερα
για αυτούς αφιερωμένος εξαιρετικά ο παιάνας ελε λευ
ελε λευ
λέξη αγνώστου ετύμου η ελευθερία, αδέσμευτη και αδέσποτη με μια στάλα τρέλα, σαν τις νεράιδες που πρέπει να τους κλέψεις το μαντίλι για να τις κάνεις ταίρι σου, νύμφες
του νερού που τρέχει ιερό και καθαρό σαν το παιδάκι πριν να γίνει ήρωας, άγιος ή προδότης.
Γιορτάζουμε σήμερα, συμπατριώτες και συμπολίτες, τα πένθη και τις ήττες μας - τις νίκες αφήστε τες για άλλες πιο ήσυχες μέρες, σήμερα είναι σαν ψυχοσάββατο, των Αγνώστων Στρατιωτών και των επιστολών που δεν έφθασαν ποτέ
από τα μέτωπα πίσω στα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας - ας πιούμε ένα ουζάκι στο ουζερί ακούγοντας Καζαντζίδη εις μνήμην όσων δεν γύρισαν ποτέ απ’ την Τροία, αλλά και εις μνήμην όσων Τρώων δεν έφθασαν ποτέ στη Ρώμη.
Και τώρα, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά πάνω απ’ τον Πύργο του Ανεμά και γέρνει προς την Ακρόπολη, να μεσημεριάσει κατακόρυφα στον Παρθενώνα, τώρα που φουντώνει η τρανή Γιορτή
μνήσθητι κυρίες και κύριοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, τώρα που είναι δύσκολοι οι καιροί, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον γιο της Καλογριάς και του Φιλίππου του Ε’ της Μακεδονίας, να ορκίζεται στον μπούντζον του και να λέει στους Τούρκους για να ακούνε οι Αγγλογάλλοι: «αν ζήσω, θα τους γαμήσω! Αν με χαλάσουν, θα μου κλάσουν τον μπούτζον!»
Ελε λευ, ωρέ Ελληνες!
Εχετε «πολλά κρυμμένα τιμαλφή να σώσετε» και πολλά καινούργια να φτιάξετε. Αέρα, ωρέ Ρωμαίοι και Ρωμιοί μου! - τι κι «αν μπήκαν στην πόλη οι εχθροί»; εσείς πάλι θα τους διώξετε. Γύρω γύρω απ’ τα τείχη γυρίζει ο Στρατηγόπουλος να βρει τη ρωγμή να κάνει το στρατήγημα!
Είναι η Ελλάδα μια Ελένη, μια Βασιλική, μια Σοφία, μια Χρύσα και μια Γεωργία, εκατομμύρια γυναίκες είναι η Ελλάδα, δεν χάνεται!
Γιορτάστε, λοιπόν, σύντροφοι Γραικοί τη στοιχειωμένη μας Γιορτή σ’ αυτόν τον χαλεπό καιρό με την πιο δυνατή ψυχή, δεν ξεμείναμε δα από Ηλιο και Διόνυσο, ούτε από αντάρτη Χριστό και των γονέων μας τις ευχές.
Καλύτερη από μας θα κάνουν την Ελλάδα τα παιδιά μας, έτσι γινόταν, έτσι γίνεται κι έτσι θα γίνεται...