Όταν πρωτοεμφανίστηκαν ταχύπλοα επιβατηγά πλοία στις γραμμές του Αιγαίου, η διάσταση του χρόνου και το ταξίδι άλλαξαν. Προς το καλύτερο: η Σύρος πλησίασε τον Πειραιά κατά μιάμιση ώρα, η Σάμος και η Κρήτη κατά πέντε. Σε αρκετά νησιώτικα λιμάνια άρχισαν να δένουν πλοία που ως τότε μόνο στα στενά της Βόρειας Θάλασσας, της Μάγχης και της Αδριατικής έπλεαν. Άλλαξαν και προς το χειρότερο: Διαφέρει το πανόραμα των νησιών ξεδιπλωμένο στον ορίζοντα ενός ανοικτού καταστρώματος μαζί με το αλάτι, τον ήλιο και το μελτέμι, από εκείνο που μόλις διακρίνεται πίσω από τα φυμέ τζάμια σφραγισμένων κλιματιζόμενων αιθουσών με αεροπορικά καθίσματα και ταχύτητες τριάντα κόμβων.
Άλλαξαν και οι απαιτήσεις των νησιωτικών κοινωνιών. Μόλις εισήχθησαν τα νέα πλοία, το κάθε νησί διεκδικούσε ένα νέο
υπερ-λιμάνι, ικανό να δεχθεί την αποβίβαση εκατοντάδων οχημάτων και τους νευρικούς δύσκολους ελιγμούς των χάϊ-σπηντ. Με κακά αποτελέσματα. Κατασκευάστηκαν νέα γιγαντιαία, για τις κλίμακες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, λιμάνια αυτών των προδιαγραφών. Παλιοί ιστορικοί οικισμοί σαν τη Χώρα της Νάξου, τον Εύδηλο της Ικαριάς, χάθηκαν ή κινδύνεψαν να χαθούν πλαισιωμένοι από μπετονένιες προβλήτες ίσης και μεγαλύτερης έκτασης από τους ίδιους τους οικισμούς.
Το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε αυτή η νέα πραγματικότητα στηρίχθηκε σε δύο συγγενείς οικονομικές ιδέες: Την άρση του καμποτάζ -του προστατευτισμού για την εγχώρια ακτοπλοΐα- και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Θα έρχονταν λέει οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, θα αναβαθμιζόταν η ποιότητα των υπηρεσιών, θα έπεφταν οι τιμές των εισιτηρίων, οι «πειρατές» που λυμαίνονταν τις συγκοινωνίες του Αιγαίου θα αναγκάζονταν να προσαρμοστούν και να εκσυγχρονιστούν. Σε έναν χώρο για τον οποίο ουδέποτε υπήρξε σοβαρός προγραμματισμός, πρώτα απ’ όλα της κάλυψης των αναγκών του ενάμιση εκατομμυρίου κατοίκων του και των εβδομήντα ένα κατοικημένων νησιών του, βρέθηκε η λύση της κυριαρχίας της ελεύθερης αγοράς, η οποία αυτορυθμιζόμενη θα έβαζε τάξη στο παιχνίδι.
Τα πρώτα χρόνια κάηκε το πελεκούδι. Συγχωνεύσεις, καρτέλ, ναυπηγήσεις, αποσύρσεις, θρίαμβοι τυχερών και τραγωδίες άτυχων. Τη νύφη πλήρωσαν πρώτα τα πληρώματα με εξοντωτικές τριπλοβάρδιες και όλες τις εργασιακές τους συμβάσεις στον αέρα. Ακολούθησαν οι πληθυσμοί της άγονης γραμμής, οι οποίοι γρήγορα αντιλήφθηκαν πως το σενάριο της επερχόμενης ευημερίας αφορούσε τα νησιά που ήδη ευημερούσαν και όχι αυτούς. Ώσπου ήλθε η οικονομική κρίση. Οι ξένες εταιρείες, όσες και όπως ήλθαν, έτσι έφυγαν μαζί με τα πλοία τους. Κάποιοι από τους παλιούς ακτοπλόους φούνταραν τις δικές τους εταιρείες. Έχασαν τα προηγούμενα προνόμια και δεν είχαν ουδεμία όρεξη να σπαταλήσουν τα κερδισμένα χρήματα σε εκσυγχρονισμούς. Τη μοίρα των άγονων γραμμών ακολούθησαν τα μεγάλα νησιά του ανατολικού
Αιγαίου, των μικρών Κυκλάδων και άλλα. Η ελεύθερη αγορά ενδιαφέρεται για την Πάρο, τη Νάξο, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη. Πολύς κόσμος, εκατό τοις εκατό πληρότητα τη σεζόν, σχετικά μικρές αποστάσεις, καθαρά κέρδη. Οι υπόλοιπες γραμμές, λύσε-δέσε από λιμάνι σε λιμάνι, μεγάλες αποστάσεις, τι κέρδος να δώσουν; Ξανά η Ανάφη, η Φολέγανδρος, οι Φούρνοι, ο Άη Στράτης, τα Κύθηρα στην απομόνωση τους.
Έμεινε λίγο από την αναβάθμιση της ποιότητας των πλοίων, τα πανάκριβα εισιτήρια και τα ημιτελή λιμάνια. Όσο για τις τα
χύτητες, κατέβηκαν κι αυτές λόγω του κόστους των καυσίμων. Με οικονομικές ταχύτητες πλέουν σήμερα τα ταχύπλοα κι ας διαφημίζονται αλλιώς. Πάλι δώδεκα ώρες χρειάζονται για να διασχίσεις το αρχιπέλαγος, αν βρεις βαπόρι.
Εν κατακλείδι, η πίτα των δώδεκα εκατομμυρίων πελατών της ακτοπλοΐας του Αιγαίου δεν υπήρξε επαρκές κίνητρο για να
ενδιαφερθεί η ελεύθερη αγορά, παρά την πλήρη απελευθέρωσή της. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα επιβίωσης των κατοίκων των νησιών -μέσω της δυνατότητας επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ελλάδα- κατέστη προϊόν σε έλλειψη. Η κρίση επιτάχυνε ό,τι θα συνέβαινε νομοτελειακά αργά ή γρήγορα. Πολλά εγκαταλειμμένα στην τύχη τους νησιά και λίγοι θύλακες πλούτου.
«Βαπόρια θέλουμε βαπόρια» έγραφε ο Άγγελος Ελεφάντης, έναν Αύγουστο του ‘97 εδώ στην «Αυγή». Ναι, θέλουμε βαπόρια - και το Αιγαίο να συνεχίσει να είναι η νησιώτικη διάσπαρτη πόλη. Με νησιά επικοινωνούντα, με κατοίκους που μπορούν να μετακινηθούν, να εργαστούν, να σπουδάσουν, να βρεθούν σε ένα νοσοκομείο αν είναι ανάγκη. Με τουρίστες που θα καλοπερνούν, όχι φέρνοντας την καταστροφή κοινωνιών και τόπων, αλλά συμμετέχοντας στο καλοκαιρινό πανηγύρι των νησιώτικων διακοπών, γνωρίζοντας και συμβάλλοντας ώστε το Αιγαίο να έχει και αύριο. Θέλουμε ένα Αιγαίο όπου οι άνθρωποι και η φύση του, η ιδιαιτερότητά του, η ομορφιά του θα αποτελούν πολύτιμο κεφάλαιο, το οποίο δεν θα λεηλατείται ή δεν θα εγκαταλείπεται ανάλογα με τις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑ
ΑΥΓΗ 3-4-2010
Εξαιρετικό κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή