Ο χριστιανισμός στη Δύση
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Ποιο νόημα έχει σήμερα στην αναπτυγμένη Δύση η γιορτή των Χριστουγέννων; Στο ερώτημα αυτό δίνει τη δική του απάντηση ο ιταλός φιλόσοφος Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι στο κείμενο που ακολουθεί.
Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μια χριστιανική γιορτή; Παρατηρώντας τις χριστουγεννιάτικες πρακτικές των αγορών και της κατανάλωσης φαίνεται ότι στην κουλτούρα μας τα Χριστούγεννα είναι ήδη άθεα ή αν προτιμάτε αγνωστικιστικά και σίγουρα βαθιά κοσμικά. Χριστιανικό παρέμεινε μόνο το τελετουργικό που επαναλαμβάνεται, η γιορτή, η οποία, όσο καμιά άλλη, είναι αληθινά «επιβεβλημένη».
Επιβεβλημένη από ποιον; Από την οικονομία μας, φυσικά, η οποία, όσο και αν βρίσκεται σε κρίση, παραμένει μια οικονομία της αφθονίας, με φανερή σε όλους την κατανάλωση και τη σπατάλη.
Πώς μπορούμε λοιπόν να συμφιλιώσουμε τη χριστιανική κουλτούρα, που συνηθίσαμε να αναγνωρίζουμε ως μορφή της Δύσης, με το επίπεδο πλούτου και αφθονίας το οποίο πέτυχαν οι δυτικές κοινωνίες; Από το σπήλαιο όπου γεννήθηκε ο Ιησούς το νόημα των Χριστουγέννων μεταφέρθηκε πράγματι στη λάμψη των καταστημάτων, στην υπεραφθονία των σουπερμάρκετ, στις εξορμήσεις που υπόσχονται τα ταξιδιωτικά πρακτορεία, με αποτέλεσμα το ερώτημα να μην είναι «τι νόημα έχει η γιορτή των Χριστουγέννων για έναν λαϊκό», αλλά «τι νόημα αυτή μπορεί ακόμα να έχει για έναν χριστιανό», ο οποίος ζει στη «χριστιανική» Δύση, σε έναν ριζικά εκκοσμικευμένο πολιτισμό της αφθονίας;
Δεν αρκεί η ύπαρξη λίγου εθελοντισμού, που είναι πάντοτε ωφέλιμος αλλά εντελώς ανεπαρκής, για να μειωθούν τα εμπόδια που γεννιούνται από τη σιδερένια λογική της αγοράς, η οποία δεν προβλέπει το δώρο αλλά τη σκληρή διαπραγμάτευση. Οπως δεν αρκεί το να προσφέρουμε «δώρα» τα Χριστούγεννα, για να συγκαλυφθεί ο οικονομικός νόμος του κέρδους που κυβερνά τη Δύση. Οχι, δεν αρκεί.
Επομένως, ας μην το κρύβουμε: η Δύση ίσως δεν είναι πλέον χριστιανική και η πλήρης εκκοσμίκευση των Χριστουγέννων, της κατ' εξοχήν χριστιανικής γιορτής, είναι μόνο μια επιβεβαίωση του ότι ο χριστιανισμός στην αληθινή ουσία του, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, όσο κοντινός ή μακρινός και αν είναι, δεν έχει πλέον θέση στη Δύση, ούτε εκκλησία, ούτε τόπο στον οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί. Αυτό δεν αποδεικνύει η φτώχεια του κόσμου που δεν βρίσκει έκφραση στις συνειδήσεις της Δύσης και που είναι μια είδηση χαμένη ανάμεσα σε τόσες άλλες οι οποίες, μέσα στη γενική αδιαφορία, φτάνουν από τόπους που η Δύση θεωρεί ξένους;
Ο χρόνος της ελπίδας, που ο χριστιανισμός εγκαινίασε, έγινε τόσο μακρινός ώστε να φαίνεται ξένος στο βλέμμα μας, επειδή ήδη έχουμε αποδεχθεί την τυχαιότητα της ύπαρξής μας. Κι ωστόσο, στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, για τους χριστιανούς, το θεϊκό έγινε γήινο και η Γη έγινε η κατοικία του Θεού. Τότε ο χρόνος διαιρέθηκε στα δύο: προ Χριστού και μετά Χριστόν. Η φύση και ο κύκλος της παραχώρησαν τη θέση τους στο μέλλον και στην επαγγελία του.
Ο χρόνος, που έγινε πλήρης νοήματος, έπαψε να είναι καθαρό και αδιάφορο «γίγνεσθαι» και έγινε «ιστορία». Με αυτόν τον τρόπο ο χριστιανισμός διαχωρίστηκε από τις αρχέγονες μυθολογίες, οι οποίες ερμήνευαν τον χρόνο ξεκινώντας από το «παρελθόν», από μια χρυσή εποχή ή έναν απολεσθέντα παράδεισο, στον οποίο βρίσκει καταφύγιο η νοσταλγία, επειδή ο χριστιανισμός προβάλλει τη σωτηρία σε εκείνο το εφικτό «μέλλον» με το οποίο συνδέονται τόσο η ουτοπία όσο και η επανάσταση. Οπότε η νέα μορφή του χρόνου, που εγκαινιάζει ο χριστιανισμός, διασταυρώνεται με τον αθεϊσμό της ελπίδας. Οσο μακρινές και αν φαίνονται η ουτοπία, η πρόοδος και η επανάσταση είναι χριστιανικά γεγονότα, ανήκουν στον χρόνο «μετά Χριστόν», βαθαίνουν τον λόγο της ελπίδας, εξερευνούν δυνατότητες σωτηρίας, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει νόημα, βλέπουν με δυσπιστία τον νιτσεϊκό «χρόνο χωρίς σκοπό».
Η Δύση σαγηνεύθηκε από αυτό το νέο μοντέλο χρονικότητας και στη χριστιανική, ουτοπική ή επαναστατική εκδοχή της, εξύμνησε στα Χριστούγεννα όχι τον ρυθμό της «επιστροφής» αλλά την ατμόσφαιρα της «αναγέννησης», τον ενθουσιασμό αυτού που ακόμα είναι σε θέση να υπόσχεται το μέλλον: την επαγγελία του χρόνου. Κυκλοφορεί ακόμα αυτή η επαγγελία που είναι εντελώς χριστιανική; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Από τότε που το χρήμα έγινε στη Δύση ο μοναδικός συμβολικός γεννήτορας όλων των αξιών και η τεχνική έγινε το μέσο για την επιδίωξή τους, το μέλλον δεν εμφανίζεται ως ελπίδα. Τα γνωρίσματά του μοιάζουν να είναι μάλλον εκείνα της αβεβαιότητας και του ανεξιχνίαστου.
Τότε λοιπόν τι απέγινε ο χριστιανισμός, ο οποίος εισέβαλε στον χρόνο αναγγέλλοντας το μέλλον ως ελπίδα; Στη Δύση έχουν χαθεί τα ίχνη του. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι καλό ή είναι κακό. Απλώς έτσι είναι. Αν όμως αναγνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός μας ρυθμίζεται μόνον από τον σκληρό νόμο της αγοράς και είναι διατεθειμένος να φιλοξενεί μόνο κάποια παρέκκλιση με τη μορφή ελεημοσύνης, φιλανθρωπίας ή εθελοντικής δράσης (που χρησιμεύουν περισσότερο για να αμβλύνουν το αίσθημα ενοχής που συνδέεται με τα προνόμιά μας, παρά για να μετασχηματίζουν τις πιο καταστροφικές συνθήκες του κόσμου), τότε ας αποφεύγουμε τουλάχιστον αυτή την ψευδή συνείδηση που μας οδηγεί να ταυτίζουμε τη Δύση με τον χριστιανισμό. Ποτέ άλλοτε οι δύο πολιτισμοί δεν χωρίζονται από τόσο αβυσσαλέα απόσταση όσο σήμερα. Και ο τρόπος με τον οποίο γιορτάζουμε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα σηματοδοτεί καθαρά αυτή την αντίφαση.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μια χριστιανική γιορτή; Παρατηρώντας τις χριστουγεννιάτικες πρακτικές των αγορών και της κατανάλωσης φαίνεται ότι στην κουλτούρα μας τα Χριστούγεννα είναι ήδη άθεα ή αν προτιμάτε αγνωστικιστικά και σίγουρα βαθιά κοσμικά. Χριστιανικό παρέμεινε μόνο το τελετουργικό που επαναλαμβάνεται, η γιορτή, η οποία, όσο καμιά άλλη, είναι αληθινά «επιβεβλημένη».
Επιβεβλημένη από ποιον; Από την οικονομία μας, φυσικά, η οποία, όσο και αν βρίσκεται σε κρίση, παραμένει μια οικονομία της αφθονίας, με φανερή σε όλους την κατανάλωση και τη σπατάλη.
Πώς μπορούμε λοιπόν να συμφιλιώσουμε τη χριστιανική κουλτούρα, που συνηθίσαμε να αναγνωρίζουμε ως μορφή της Δύσης, με το επίπεδο πλούτου και αφθονίας το οποίο πέτυχαν οι δυτικές κοινωνίες; Από το σπήλαιο όπου γεννήθηκε ο Ιησούς το νόημα των Χριστουγέννων μεταφέρθηκε πράγματι στη λάμψη των καταστημάτων, στην υπεραφθονία των σουπερμάρκετ, στις εξορμήσεις που υπόσχονται τα ταξιδιωτικά πρακτορεία, με αποτέλεσμα το ερώτημα να μην είναι «τι νόημα έχει η γιορτή των Χριστουγέννων για έναν λαϊκό», αλλά «τι νόημα αυτή μπορεί ακόμα να έχει για έναν χριστιανό», ο οποίος ζει στη «χριστιανική» Δύση, σε έναν ριζικά εκκοσμικευμένο πολιτισμό της αφθονίας;
Δεν αρκεί η ύπαρξη λίγου εθελοντισμού, που είναι πάντοτε ωφέλιμος αλλά εντελώς ανεπαρκής, για να μειωθούν τα εμπόδια που γεννιούνται από τη σιδερένια λογική της αγοράς, η οποία δεν προβλέπει το δώρο αλλά τη σκληρή διαπραγμάτευση. Οπως δεν αρκεί το να προσφέρουμε «δώρα» τα Χριστούγεννα, για να συγκαλυφθεί ο οικονομικός νόμος του κέρδους που κυβερνά τη Δύση. Οχι, δεν αρκεί.
Επομένως, ας μην το κρύβουμε: η Δύση ίσως δεν είναι πλέον χριστιανική και η πλήρης εκκοσμίκευση των Χριστουγέννων, της κατ' εξοχήν χριστιανικής γιορτής, είναι μόνο μια επιβεβαίωση του ότι ο χριστιανισμός στην αληθινή ουσία του, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, όσο κοντινός ή μακρινός και αν είναι, δεν έχει πλέον θέση στη Δύση, ούτε εκκλησία, ούτε τόπο στον οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί. Αυτό δεν αποδεικνύει η φτώχεια του κόσμου που δεν βρίσκει έκφραση στις συνειδήσεις της Δύσης και που είναι μια είδηση χαμένη ανάμεσα σε τόσες άλλες οι οποίες, μέσα στη γενική αδιαφορία, φτάνουν από τόπους που η Δύση θεωρεί ξένους;
Ο χρόνος της ελπίδας, που ο χριστιανισμός εγκαινίασε, έγινε τόσο μακρινός ώστε να φαίνεται ξένος στο βλέμμα μας, επειδή ήδη έχουμε αποδεχθεί την τυχαιότητα της ύπαρξής μας. Κι ωστόσο, στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, για τους χριστιανούς, το θεϊκό έγινε γήινο και η Γη έγινε η κατοικία του Θεού. Τότε ο χρόνος διαιρέθηκε στα δύο: προ Χριστού και μετά Χριστόν. Η φύση και ο κύκλος της παραχώρησαν τη θέση τους στο μέλλον και στην επαγγελία του.
Ο χρόνος, που έγινε πλήρης νοήματος, έπαψε να είναι καθαρό και αδιάφορο «γίγνεσθαι» και έγινε «ιστορία». Με αυτόν τον τρόπο ο χριστιανισμός διαχωρίστηκε από τις αρχέγονες μυθολογίες, οι οποίες ερμήνευαν τον χρόνο ξεκινώντας από το «παρελθόν», από μια χρυσή εποχή ή έναν απολεσθέντα παράδεισο, στον οποίο βρίσκει καταφύγιο η νοσταλγία, επειδή ο χριστιανισμός προβάλλει τη σωτηρία σε εκείνο το εφικτό «μέλλον» με το οποίο συνδέονται τόσο η ουτοπία όσο και η επανάσταση. Οπότε η νέα μορφή του χρόνου, που εγκαινιάζει ο χριστιανισμός, διασταυρώνεται με τον αθεϊσμό της ελπίδας. Οσο μακρινές και αν φαίνονται η ουτοπία, η πρόοδος και η επανάσταση είναι χριστιανικά γεγονότα, ανήκουν στον χρόνο «μετά Χριστόν», βαθαίνουν τον λόγο της ελπίδας, εξερευνούν δυνατότητες σωτηρίας, πιστεύουν ότι η ιστορία έχει νόημα, βλέπουν με δυσπιστία τον νιτσεϊκό «χρόνο χωρίς σκοπό».
Η Δύση σαγηνεύθηκε από αυτό το νέο μοντέλο χρονικότητας και στη χριστιανική, ουτοπική ή επαναστατική εκδοχή της, εξύμνησε στα Χριστούγεννα όχι τον ρυθμό της «επιστροφής» αλλά την ατμόσφαιρα της «αναγέννησης», τον ενθουσιασμό αυτού που ακόμα είναι σε θέση να υπόσχεται το μέλλον: την επαγγελία του χρόνου. Κυκλοφορεί ακόμα αυτή η επαγγελία που είναι εντελώς χριστιανική; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Από τότε που το χρήμα έγινε στη Δύση ο μοναδικός συμβολικός γεννήτορας όλων των αξιών και η τεχνική έγινε το μέσο για την επιδίωξή τους, το μέλλον δεν εμφανίζεται ως ελπίδα. Τα γνωρίσματά του μοιάζουν να είναι μάλλον εκείνα της αβεβαιότητας και του ανεξιχνίαστου.
Τότε λοιπόν τι απέγινε ο χριστιανισμός, ο οποίος εισέβαλε στον χρόνο αναγγέλλοντας το μέλλον ως ελπίδα; Στη Δύση έχουν χαθεί τα ίχνη του. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι καλό ή είναι κακό. Απλώς έτσι είναι. Αν όμως αναγνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός μας ρυθμίζεται μόνον από τον σκληρό νόμο της αγοράς και είναι διατεθειμένος να φιλοξενεί μόνο κάποια παρέκκλιση με τη μορφή ελεημοσύνης, φιλανθρωπίας ή εθελοντικής δράσης (που χρησιμεύουν περισσότερο για να αμβλύνουν το αίσθημα ενοχής που συνδέεται με τα προνόμιά μας, παρά για να μετασχηματίζουν τις πιο καταστροφικές συνθήκες του κόσμου), τότε ας αποφεύγουμε τουλάχιστον αυτή την ψευδή συνείδηση που μας οδηγεί να ταυτίζουμε τη Δύση με τον χριστιανισμό. Ποτέ άλλοτε οι δύο πολιτισμοί δεν χωρίζονται από τόσο αβυσσαλέα απόσταση όσο σήμερα. Και ο τρόπος με τον οποίο γιορτάζουμε κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα σηματοδοτεί καθαρά αυτή την αντίφαση.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
تاسلبنتليبعغثنستيلالاسغبشمخكصخصغضتيسحسخهسفصايسنشلالاتتتتتنششا:-)
ΑπάντησηΔιαγραφήρε μπαγάσα Αραβία χριστουγεννιάτικα?
ΑπάντησηΔιαγραφή