Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Νίκος Καββαδίας

kavadias4

Εκατό χρόνια από την γέννηση του και τριάντα πέντε από τον θάνατο του

Στους ναυαγούς του ΧΡΙΣΤΙΝΑ και στον captain Μανώλη

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής
Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές

Οι Επτά Νάνοι στο s/s CYRENIA

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σήμ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρέκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι' ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
-Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι ;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιός ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι ;
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τότ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη ;
Ρούθ, δε μιλάς ; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι ;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είν' ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
-Γιέ μου, που πας ;- Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι ...
Ο πιο στερνός μ' έναν αυλό με νανουρίζει.

Βιογραφικό εδω

1 σχόλιο:

μη πτύετε επί του δαπέδου
μη βλασφημάτε τον θείο
σχόλια ελεύθερα ύβρεις επί πληρωμή αλλιώς διαγραφή